- βρέφος
- το (AM βρέφος)νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήναμσν.- νεοελλ.φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» — ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικίανεοελλ.άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφοςαρχ.1. το έμβρυο2. νεογέννητο ζώο3. νεοσσός4. φρ. «ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική ηλικία, από μωρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρέφος, που ανάγεται σε ινδοευρ. *gwr-ebh- «έμβρυο, παιδί», δυνατόν να συσχετιστεί με το σλαβ. žrěbu «πουλάρι» (< *gwer-bh-, με μετάθεση), τ. που διαφέρει από το βρέφος ως προς τη ριζική συλλαβή. Η λ. βρέφος συνδέεται σημασιολογικά με τις λέξεις νήπιο, μωρό. Το νήπιο, ουδ. του επιθ. νήπιος «άνους» και το μωρό, ουδ. του επιθ. μωρός «ανόητος» κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και το βρέφος, μια και η άνοια είναι γενικότερο γνώρισμα της βρεφικής ηλικίας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικοί προσδιορισμοί στις λ. τέκνον, παιδίον κ.τ.ό. και κατόπιν ως αυτοτελή ουσιαστικά προσλαμβάνοντας τη σημασία «βρέφος».ΠΑΡ. (αρχ. -μσν.) βρεφικός, βρεφύλλιον, βρεφώδης.ΣΥΝΘ. (αρχ. -μσν.) βρεφοκτόνος, βρεφουργώμσν.βρεφοκόμος, βρεφοκρατούσα, βρεφοτρόφοςνεοελλ.βρεφοδόχος, βρεφοζυγός, βρεφολόγος, βρεφοστάθμη].
Dictionary of Greek. 2013.